- κουμπώνομαι
- κουμπώνομαι, κουμπώθηκα, κουμπωμένοςβλ. πίν. 4——————Σημειώσεις:κουμπώνομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του κουμπώνω.Συνήθως σημαίνει → κουμπώνω το ρούχο μου ή δείχνω επιφυλακτικότητα, καχυποψία.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.