κουμπώνομαι

κουμπώνομαι
κουμπώνομαι, κουμπώθηκα, κουμπωμένοςβλ. πίν. 4
——————
Σημειώσεις:
κουμπώνομαι : σπάνια χρησιμοποιείται ως παθητικό του κουμπώνω.
Συνήθως σημαίνει κουμπώνω το ρούχο μου ή δείχνω επιφυλακτικότητα, καχυποψία.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κουμπώνω — [κουμπί] 1. προσαρμόζω κουμπί στην οπή του 2. μέσ. κουμπώνομαι α) κλείνω το φόρεμά μου με κουμπιά β) μτφ. γίνομαι διστακτικός, έχω αμφιβολίες, γίνομαι απρόθυμος, κλείνομαι στον εαυτό μου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”